- εφεστιάζομαι
- ἐφεστιάζομαι (Α) [εφέστιος]ευωχούμαι, ευφραίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφεστιασάμενος — ἐφεστιάζομαι feast aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστιάσατο — ἐφεστιάζομαι feast aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)